LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Liquid crystal
/lˈɪkwɪd kɹˈɪstəl/
/lˈɪkwɪd kɹˈɪstəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "liquid crystal"
Liquid crystal
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a liquid exhibiting properties of a crystal that are not shown by ordinary liquids
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
liquid body substance
liquid bleach
liquid assets
liquid air
liquid
liquid detergent
liquid diet
liquid ecstasy
liquid lunch
liquid measure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App