Lidded
volume
British pronunciation/lˈɪdɪd/
American pronunciation/lˈɪdᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "lidded"

01

having or covered with a lid or lids; often used in combination

02

having a lid

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store