LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lemon oil
/lˈɛmən ˈɔɪl/
/lˈɛmən ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lemon oil"
Lemon oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
fragrant yellow oil obtained from the lemon peel
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lemon meringue pie
lemon meringue
lemon lily
lemon juice
lemon grove
lemon rind
lemon shark
lemon sole
lemon squeezer
lemon sumac
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App