LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lavabo
/lavˈɑːbəʊ/
/lævˈɑːboʊ/
lavaboes
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lavabo"
Lavabo
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a basin for washing the hands (`wash-hand basin' is a British expression)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lava
lav
lautenwerck
lautaro youth movement
lautaro popular rebel forces
lavage
lavalava
lavalier
lavaliere
lavalliere
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App