LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Laugh loudly
/lˈaf lˈaʊdli/
/lˈæf lˈaʊdli/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "laugh loudly"
to laugh loudly
ΡΉΜΑ
01
laugh boisterously
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
laugh line
laugh like a drain
laugh head off
laugh away
laugh at
laugh off
laugh on the other side of face
laugh out loud
laugh softly
laugh track
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App