LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Largemouth
/lˈɑːdʒɛməθ/
/lˈɑːɹdʒɛməθ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "largemouth"
Largemouth
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a large black bass; the angle of the jaw falls behind the eye
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
largely
large-toothed aspen
large-scale
large-print
large-mouthed
largemouth black bass
largemouthed bass
largemouthed black bass
largeness
larger
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App