LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lacrimal vein
/lˈakɹɪməl vˈeɪn/
/lˈækɹɪməl vˈeɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lacrimal vein"
Lacrimal vein
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
drains the lacrimal gland; empties into the superior ophthalmic vein
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lacrimal secretion
lacrimal sac
lacrimal gland
lacrimal duct
lacrimal bone
lacrimation
lacrimator
lacrimatory
lacrosse
lacrosse ball
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App