Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Koala
01
κοάλα, αυστραλιανό δασόβιο θηλαστικό με γκρι γούνα και μεγάλα αυτιά που τρέφεται με φύλλα ευκαλύπτου
a tree-dwelling Australian mammal with gray fur and large ears that feeds on eucalyptus leaves
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κοάλα, αυστραλιανό δασόβιο θηλαστικό με γκρι γούνα και μεγάλα αυτιά που τρέφεται με φύλλα ευκαλύπτου