LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Know-how
/nˈəʊhˈaʊ/
/ˈnoʊˌhaʊ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "know-how"
Know-how
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the (technical) knowledge and skill required to do something
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
know-all
know which way the wind blow
know which side bread is buttered on
know where the bodies are buried
know where stand
know-it-all
knowable
knower
knowing
knowingly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App