LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Key stroke
/kˈiː stɹˈəʊk/
/kˈiː stɹˈoʊk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "key stroke"
Key stroke
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the stroke of a key; one depression of a key on a keyboard
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
key signature
key ring
key pattern
key palm
key out
key west
key word
keyboard
keyboard buffer
keyboard glockenspiel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App