Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Key ring
01
μπρελόκ, δαχτυλίδι κλειδιών
a ring, usually made of metal or plastic, that people use to keep their keys together
Παραδείγματα
She attached her house keys to a colorful key ring that matched her favorite handbag.
Συνέδεσε τα κλειδιά του σπιτιού της με ένα πολύχρωμο μπρελόκ που ταίριαζε με την αγαπημένη της τσάντα.
The key ring was so full of keys that it made a loud jingling sound whenever she walked.
Το μπρελόκ ήταν τόσο γεμάτο από κλειδιά που έκανε ένα δυνατό κουδούνισμα κάθε φορά που περπατούσε.



























