Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Job application
01
αίτηση εργασίας, εφαρμογή για δουλειά
a form that is filled by someone who aims to get a paericular job
Παραδείγματα
She submitted her job application last week.
Υπέβαλε την αίτηση εργασίας της την περασμένη εβδομάδα.
The company received many job applications for the open position.
Η εταιρεία έλαβε πολλές αποστολές αιτήσεων εργασίας για την κενή θέση.



























