tion
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/dʒˈɒb ˌaplɪkˈeɪʃən/

Ορισμός και σημασία του "job application"στα αγγλικά

Job application
01

αίτηση εργασίας, εφαρμογή για δουλειά

a form that is filled by someone who aims to get a paericular job
example
Παραδείγματα
She submitted her job application last week.
Υπέβαλε την αίτηση εργασίας της την περασμένη εβδομάδα.
The company received many job applications for the open position.
Η εταιρεία έλαβε πολλές αποστολές αιτήσεων εργασίας για την κενή θέση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store