LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Jap
/dʒˈap/
/ˈdʒæp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "jap"
Jap
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(offensive slang) offensive term for a person of Japanese descent
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
janus-faced
janus chess
janus
january 6
january
japan
japan black
japan current
japan tallow
japan trench
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App