Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Great hall
01
μεγάλη αίθουσα, κεντρική αίθουσα
a large, grand room within a building, often found in medieval castles or palaces, used for dining, entertaining, and important gatherings
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεγάλη αίθουσα, κεντρική αίθουσα