Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to go under
[phrase form: go]
01
βυθίζομαι, καταποντίζομαι
to descend or sink beneath the surface of a liquid
Intransitive
Παραδείγματα
The ship began to take on water and eventually went under.
Το πλοίο άρχισε να παίρνει νερό και τελικά βυθίστηκε.
The sunken treasure chest went under hundreds of years ago.
Το βυθισμένο σεντούκι με θησαυρούς βούτηξε πριν από εκατοντάδες χρόνια.
02
βασιλεύω, εξαφανίζομαι κάτω από τον ορίζοντα
to descend and disappear from view due to setting below the horizon
Intransitive
Παραδείγματα
At sunset, the colors of the sky become vibrant as the sun goes under.
Στο ηλιοβασίλεμα, τα χρώματα του ουρανού γίνονται ζωηρά καθώς ο ήλιος βασιλεύει.
The ship's sails vanished as it went under, heading toward distant shores.
Τα πανιά του πλοίου εξαφανίστηκαν καθώς βούλιαζε, κατευθυνόμενο προς μακρινές ακτές.
03
χρεοκοπώ, καταρρέω
to experience financial failure or bankruptcy, often leading to the end or termination of a business or company
Intransitive
Παραδείγματα
The economic recession caused many small businesses to go under.
Η οικονομική ύφεση προκάλεσε την χρεοκοπία πολλών μικρών επιχειρήσεων.
The company's mismanagement of funds led it to go under.
Η κακή διαχείριση των κεφαλαίων της εταιρείας οδήγησε στην χρεωκοπία της.
04
γνωστός με το όνομα, αναγνωρίζεται με το ψευδώνυμο
to be known or identified by a particular name
Transitive: to go under a name
Παραδείγματα
The artist chose to go under the pseudonym ' Shadow Painter.'
Ο καλλιτέχνης επέλεξε να γνωρίζεται με το ψευδώνυμο 'Shadow Painter'.
In the music industry, many artists go under stage names.
Στη μουσική βιομηχανία, πολλοί καλλιτέχνες είναι γνωστοί με καλλιτεχνικά ονόματα.
Go under
01
ασπίδα, σκαθάρι
pill bugs



























