Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cloven hoof
01
σχισμένο οπλή, διαιρεμένο οπλή
the foot of a mammal that is divided into two parts such as that of goats, sheep, etc.
02
σχισμένο οπλή, σημάδι του Σατανά
the mark of Satan
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σχισμένο οπλή, διαιρεμένο οπλή
σχισμένο οπλή, σημάδι του Σατανά