Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Civil right
01
αστικό δικαίωμα, θεμελιώδης ελευθερία
any of the basic freedoms or rights that protect individuals from unfair treatment and ensure equality under the law, regardless of race, gender, religion, disability, or other characteristics
Παραδείγματα
Protecting civil rights ensures that every citizen has the opportunity to participate fully in society and enjoy equal access to employment, housing, and public services.
Η προστασία των αστικών δικαιωμάτων διασφαλίζει ότι κάθε πολίτης έχει την ευκαιρία να συμμετέχει πλήρως στην κοινωνία και να απολαμβάνει ίση πρόσβαση στην απασχόληση, τη στέγαση και τις δημόσιες υπηρεσίες.
The right to privacy is considered a civil right in many countries.
Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή θεωρείται αστικό δικαίωμα σε πολλές χώρες.



























