Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carotenoid
01
καροτενοειδές, χρωστική καροτενοειδούς
a type of pigment found in plants, algae, and some bacteria, responsible for bright red, yellow, and orange colors and important for photosynthesis and antioxidant activity
Παραδείγματα
The vivid orange color of carrots is due to the high concentration of carotenoids in their tissues.
Το ζωηρό πορτοκαλί χρώμα των καρότων οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωση καροτενοειδών στους ιστούς τους.
Carotenoids in leaves help protect the plant cells from damage caused by excessive sunlight.
Τα καροτενοειδή στα φύλλα βοηθούν στην προστασία των φυτικών κυττάρων από ζημιές που προκαλούνται από υπερβολικό ηλιακό φως.



























