Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Safety helmet
01
κράνος ασφαλείας, προστατευτικό κράνος
a protective hat worn to prevent injury, especially in situations like construction, sports, or riding vehicles
Παραδείγματα
He wore a safety helmet while riding his bike.
Φορούσε προστατευτικό κράνος ενώ έκανε ποδήλατο.
The workers all had safety helmets on at the construction site.
Όλοι οι εργάτες φορούσαν προστατευτικά κράνη στο εργοτάξιο.



























