driving whilst unfit
Pronunciation
/dɹˈaɪvɪŋ wˌaɪlst ʌnfˈɪt/
British pronunciation
/dɹˈaɪvɪŋ wˌaɪlst ʌnfˈɪt/

Ορισμός και σημασία του "driving whilst unfit"στα αγγλικά

Driving whilst unfit
01

οδήγηση σε κατάσταση ακαταλληλότητας, οδήγηση σε κατάσταση ανικανότητας

the act of operating a vehicle despite being physically or mentally incapable of doing so safely
example
Παραδείγματα
The police arrested the driver for driving whilst unfit after observing erratic behavior on the road.
Η αστυνομία συνέλαβε τον οδηγό για οδήγηση σε κατάσταση ακαταλληλότητας μετά την παρατήρηση ακανόνιστης συμπεριφοράς στο δρόμο.
Driving whilst unfit due to alcohol consumption can lead to serious accidents and legal consequences.
Οδήγηση σε κατάσταση ακαταλληλότητας λόγω κατανάλωσης αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά ατυχήματα και νομικές συνέπειες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store