Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sport fishing
01
αθλητική αλιεία, ψάρεμα για αναψυχή
the recreational activity of fishing for pleasure or competition
Παραδείγματα
He won first place in the annual sport fishing competition.
Κέρδισε την πρώτη θέση στον ετήσιο διαγωνισμό αθλητικής αλιείας.
Sport fishing tournaments often have cash prizes for the winners.
Τα τουρνουά αθλητικής αλιείας έχουν συχνά χρηματικά έπαθλα για τους νικητές.



























