Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carbon pencil
01
μολύβι άνθρακα, μολύβι γεμισμένο με άνθρακα
a drawing tool filled with a mixture of carbon and a binder, offering smooth and consistent lines with deep, rich blacks, commonly used for sketching and drawing
Παραδείγματα
The artist used a carbon pencil to create bold outlines and rich shadows in their portrait drawings.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ένα μολύβι άνθρακα για να δημιουργήσει τολμηρά περιγράμματα και πλούσιες σκιές στα πορτρέτα του.
During the sketching session, students experimented with carbon pencils to achieve dramatic contrasts and tonal variations.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας σκίτσου, οι μαθητές πειραματίστηκαν με μολύβια άνθρακα για να επιτύχουν δραματικές αντιθέσεις και τονικές παραλλαγές.



























