Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
by reason of
01
λόγω, εξαιτίας
because of a particular cause or reason
Παραδείγματα
The event was canceled by reason of inclement weather.
Η εκδήλωση ακυρώθηκε λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
She was unable to attend the meeting by reason of a prior commitment.
Δεν μπόρεσε να παραστεί στη συνάντηση λόγω μιας προηγούμενης δέσμευσης.



























