Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in obedience to
01
σε υπακοή σε, σύμφωνα με
following a specific rule, command, or authority
Παραδείγματα
The soldiers acted in obedience to their commanding officer's orders during the mission.
Οι στρατιώτες ενεργούσαν σε υπακοή στις εντολές του διοικητή τους κατά τη διάρκεια της αποστολής.
She completed the task in obedience to the instructions given by her supervisor.
Ολοκλήρωσε την εργασία σε υπακοή στις οδηγίες που δόθηκαν από τον επόπτη της.



























