Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Round point shovel
01
φτυάρι με στρογγυλή άκρη, στρογγυλό φτυάρι
a rounded blade, used for digging and moving loose materials like soil, gravel, and sand
Παραδείγματα
He used a round point shovel to dig a hole for the new tree.
Χρησιμοποίησε μια φτυάρι με στρογγυλή άκρη για να σκάψει μια τρύπα για το νέο δέντρο.
The gardener grabbed the round point shovel to loosen the packed soil.
Ο κηπουρός πήρε το φτυάρι με στρογγυλή άκρη για να χαλαρώσει το συμπιεσμένο χώμα.



























