Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wild peach
01
άγριο ροδάκινο, μικρός καρπός όμοιος με ροδάκινο με γλυκιά και ξινή γεύση
a small, peach-like drupe with a sweet and tangy flavor
Παραδείγματα
I went for a hike and discovered a wild peach tree with ripe fruits hanging from its branches.
Πήγα για πεζοπορία και ανακάλυψα μια άγρια ροδακινιά με ώριμους καρπούς να κρέμονται από τα κλαδιά της.
The aroma of the freshly baked wild peach pie filled the kitchen.
Το άρωμα της φρεσκοψημένης πίτας με άγρια ροδάκινα γέμισε την κουζίνα.



























