Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Thermoelectricity
01
θερμοηλεκτρικότητα, θερμική ηλεκτρικότητα
the electricity produced through the direct conversion of heat energy, often using a thermocouple
Παραδείγματα
Researchers are exploring advanced materials to enhance thermoelectricity generation, aiming for more efficient energy conversion from heat sources.
Οι ερευνητές εξετάζουν προηγμένα υλικά για τη βελτίωση της παραγωγής θερμοηλεκτρικότητας, με στόχο την πιο αποτελεσματική μετατροπή της ενέργειας από πηγές θερμότητας.
The waste heat from industrial processes was harnessed to produce thermoelectricity, reducing energy waste and providing additional power for the facility.
Η αποβλήθερη θερμότητα από τις βιομηχανικές διαδικασίες αξιοποιήθηκε για την παραγωγή θερμοηλεκτρικότητας, μειώνοντας την σπατάλη ενέργειας και παρέχοντας πρόσθετη ισχύ για τις εγκαταστάσεις.
Λεξικό Δέντρο
thermoelectricity
thermoelectr



























