Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Team sport
01
ομαδικό άθλημα, ομαδικό σπορ
a physical activity in which a group of people work together to achieve a common goal or objective such as rugby or volleyball
Παραδείγματα
In a team sport, it's important to communicate well with your teammates.
Σε ένα ομαδικό άθλημα, είναι σημαντικό να επικοινωνείς καλά με τους συμπαίκτες σου.
Volleyball is a fast-paced team sport where everyone needs to work together to win.
Το βόλεϊ είναι ένα γρήγορο ομαδικό άθλημα όπου όλοι πρέπει να συνεργαστούν για να κερδίσουν.



























