Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spear carrier
01
συμπαίκτης, ηθοποιός δεύτερου ρόλου
an actor with a minor, often non-speaking role, typically used to fill out a scene
Παραδείγματα
The spear carriers in the play were crucial for creating the sense of a bustling court.
Οι επιλαχόντες ηθοποιοί στην παράσταση ήταν κρίσιμοι για τη δημιουργία της αίσθησης ενός πολυσύχναστου δικαστηρίου.
Early in his career, he worked as a spear carrier in several productions before getting speaking parts.
Στην αρχή της καριέρας του, εργάστηκε ως συμπληρωματικός σε πολλές παραγωγές πριν πάρει ρόλους με διαλόγους.



























