Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Space heater
01
θερμοαεριοστρόβιλος, φορητή θερμάστρα
a portable device that generates heat and is used to warm up a small area or room
Παραδείγματα
I plugged in the space heater to warm up the living room on a cold evening.
Έβαλα την ηλεκτρική θερμάστρα να ζεστάνει το σαλόνι σε μια κρύα βραδιά.
The space heater made the bedroom much more comfortable during the winter months.
Ο θερμοστάτης έκανε την κρεβατοκάμαρα πολύ πιο άνετη κατά τους χειμερινούς μήνες.



























