Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bellhop
01
αχθοφόρος, πορτιέρης
a person who is employed by a hotel to carry the guests' baggage to their rooms
Dialect
American
Παραδείγματα
The bellhop carried my suitcases to my hotel room.
Ο πορτιέρης μετέφερε τις βαλίτσες μου στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
She tipped the bellhop for helping with her heavy bags.
Έδωσε φιλοδώρημα στον πορτιέρη για τη βοήθειά του με τις βαριές τσάντες της.
Λεξικό Δέντρο
bellhop
bell
hop



























