LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shovel in
/ʃˈʌvəl ˈɪn/
/ʃˈʌvəl ˈɪn/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "shovel in"
to shovel in
ΡΉΜΑ
01
eat a large amount of food quickly
02
earn large sums of money
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shovel hat
shovel board
shovel
shove-halfpenny
shove-ha'penny
shovel-ready
shovelboard
shoveler
shovelful
shovelhead
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App