Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
potarate
/pətˈasiəm hˈaɪdɹədʒən tˈɑːtɹeɪt/
Potassium hydrogen tartrate
01
υδρογονόταρτρο κάλιο, διταρτρικό κάλιο
a salt used especially in baking powder
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υδρογονόταρτρο κάλιο, διταρτρικό κάλιο