Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Police
01
αστυνομία, δυνάμεις τάξης
(plural) an organization that catches thieves, killers, etc. and makes sure everyone follows rules
Παραδείγματα
He learned about the different departments within the police organization.
Έμαθε για τα διάφορα τμήματα μέσα στον αστυνομικό οργανισμό.
I called the police hotline to report a suspicious activity.
Τηλεφώνησα στην γραμμή επικοινωνίας της αστυνομίας για να αναφέρω μια ύποπτη δραστηριότητα.
1.1
αστυνομία
(plural) a group of people whose job is to catch thieves, killers, etc. and make sure everyone follows rules
Παραδείγματα
She felt safer knowing that the police were patrolling the neighborhood.
Αισθάνθηκε πιο ασφαλής γνωρίζοντας ότι η αστυνομία περιπολούσε τη γειτονιά.
She thanked the police for their quick response in handling the emergency situation.
Ευχαρίστησε την αστυνομία για την γρήγορη ανταπόκρισή τους στην αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
to police
01
επιτηρώ, εφαρμόζω τον νόμο
to oversee and enforce laws, regulations, or safety measures in a specific area, typically carried out by law enforcement or responsible authorities
Transitive: to police an area
Παραδείγματα
The officers diligently police the neighborhood to ensure community safety.
Οι αξιωματικοί περιπολούν επιμελώς τη γειτονιά για να διασφαλίσουν την ασφάλεια της κοινότητας.
Law enforcement agencies are responsible for policing their jurisdiction.
Οι αρχές επιβολής του νόμου είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της δικαιοδοσίας τους.



























