Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peace
Παραδείγματα
After years of conflict, the region finally experienced a period of lasting peace and stability.
Μετά από χρόνια σύγκρουσης, η περιοχή γνώρισε τελικά μια περίοδο διαρκούς ειρήνης και σταθερότητας.
The ceasefire brought a temporary halt to hostilities, allowing civilians to finally experience a peace.
Η εκεχειρία έφερε μια προσωρινή παύση των εχθροπραξιών, επιτρέποντας στους πολίτες να βιώσουν επιτέλους μια ειρήνη.
1.1
ειρήνη
a state of mutual understanding and cooperative interaction among individuals or groups, characterized by the absence of conflicts or disputes
Παραδείγματα
The peace between the neighbors ensured a friendly and cooperative atmosphere in the community.
Η ειρήνη μεταξύ των γειτόνων εξασφάλισε μια φιλική και συνεργατική ατμόσφαιρα στην κοινότητα.
The peace at the workplace was restored after the manager addressed the team ’s concerns.
Η ειρήνη στον χώρο εργασίας αποκαταστάθηκε αφού ο διαχειριστής αντιμετώπισε τις ανησυχίες της ομάδας.
02
ειρήνη, γαλήνη
a feeling of no worries or anxieties
Παραδείγματα
As she sat by the lake, a profound sense of peace washed over her.
Καθώς καθόταν δίπλα στη λίμνη, μια βαθιά αίσθηση ειρήνης την κατάκλυσε.
The quiet of the early morning brought him a rare moment of peace.
Η ησυχία της πρωινής ώρας του έφερε μια σπάνια στιγμή ειρήνης.
03
ειρήνη, ηρεμία
a state of public order and safety where individuals can go about their daily activities without fear of disturbance or harm
Παραδείγματα
The increased police presence in the city has helped maintain peace in public areas.
Η αυξημένη αστυνομική παρουσία στην πόλη έχει βοηθήσει στη διατήρηση της ειρήνης σε δημόσιους χώρους.
The community worked together to ensure peace at the local park after a series of incidents.
Η κοινότητα συνεργάστηκε για να εξασφαλίσει την ειρήνη στο τοπικό πάρκο μετά από μια σειρά περιστατικών.
04
ειρήνη, ανακωχή
a treaty to cease hostilities



























