Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Passenger car
01
βαγόνι επιβατών, επιβατικό αυτοκίνητο
a railway car designed specifically for carrying passengers
Παραδείγματα
The passenger car was spacious and well-maintained.
Το βαγόνι επιβατών ήταν ευρύχωρο και καλά συντηρημένο.
She reserved a seat in the first-class passenger car.
Κράτησε μια θέση στο βαγόνι επιβατών πρώτης θέσης.



























