Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pair of tongs
01
ζεύγος λαβίδων, λαβίδα
any of various devices for taking hold of objects; usually have two hinged legs with handles above and pointed hooks below
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ζεύγος λαβίδων, λαβίδα