Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Money laundering
01
ξέπλυμα μαύρου χρήματος, λείανση χρημάτων
the process of concealing the origins, ownership, or destination of illegally obtained money by passing it through a legitimate financial institution or businesses
Παραδείγματα
Criminal organizations engage in money laundering to disguise the illegal proceeds of their activities.
Οι εγκληματικές οργανώσεις ασχολούνται με την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για να καμουφλάρουν τα παράνομα κέρδη από τις δραστηριότητές τους.
She suspects that the company is currently involved in money laundering to legitimize their illicit funds.
Υποψιάζεται ότι η εταιρεία εμπλέκεται σήμερα στην νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για να νομιμοποιήσει τα παράνομα κεφάλαιά της.



























