Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Medical officer
01
ιατρός αξιωματικός, πρωτοπαθής ιατρός
a qualified healthcare professional responsible for providing and overseeing medical care in a specific organization or setting like a military unit
Παραδείγματα
In the military, a medical officer is responsible for the well-being of soldiers.
Στον στρατό, ένας ιατρικός αξιωματικός είναι υπεύθυνος για την ευημερία των στρατιωτών.
During emergencies, the medical officer coordinates medical responses and aid.
Κατά τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ο ιατρικός αξιωματικός συντονίζει τις ιατρικές αντιδράσεις και τη βοήθεια.



























