Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lentiginose
01
φακίδωτος, που μοιάζει με φακίδες
relating to or covered with or resembling freckles
02
λεντιγινώδης, σχετικός με τις ράτσες που εκτρέφονται για cockfighting
any of several breeds reared for cockfighting



























